τυράννου
121Συϊνδυρίδης — Πλουσιότατος Συβαρίτης, γιος του Ιπποκράτη, περίφημος για την τρυφηλότητά του και ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Κλεισθένη, τύραννου της Σικυώνας. Λέγεται ότι όταν ήρθε στη Σικυώνα είχε μαζί του «χίλιους μάγειρους, χίλιους… …
122Τάσερ — (Tassaert). Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής. 1. Ιωάννης Ιωσήφ – Αντώνιος (1729 – 1788). Γλύπτης. Εργάστηκε διαδοχικά στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, όπου έγινε γλύπτης της αυτοκρατορικής αυλής και κοσμήτορας της… …
123Φιλιστίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γιατρός από τη Λοκρίδα, η δράση του οποίου σημειώθηκε τον 4o αι. π.Χ. Γνωρίστηκε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Πρεσβύτερου με τον Πλάτωνα και ανήκε στην ιατρική σχολή που είχε ιδρύσει ο… …
124Αριστογείτονας — ο κύρ. όνομα στην αρχαιότητα· ονομαστός εκείνος που μαζί με τον Αρμόδιο σκότωσε τον αδελφό του τύραννου Ίππαρχο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125Ιππίας — ο γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126εξέγερση — η 1. έξαψη, διέγερση, αναστάτωση: Εξέγερση των συνειδήσεων. 2. επανάσταση, ανταρσία, στάση: Έγινε εξέγερση εναντίον του τυράννου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128τυραννίδα — η 1. η εξουσία του τυράννου, τυραννία, δεσποτεία. 2. απολυταρχικό πολίτευμα, όπου την εξουσία ασκεί ένας άντρας (τύραννος) με αυθαίρετο τρόπο. 3. καταπίεση, καταδυνάστευση, κατατυράννηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)