τυράννου

  • 11Μίλτας — (4oς αι. π.Χ.). Θεσσαλός μάντης και οπαδός της Πλατωνικής Ακαδημίας, που έζησε στη Σικελία. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Δίωνα εναντίον του τύραννου των Συρακουσών Διονύσιου B’. Θεώρησε την έκλειψη της σελήνης που σημειώθηκε στις 8 Αυγούστου… …

    Dictionary of Greek

  • 12ДИНАСТ —    • Δυνάστης (δυναστεία),          властелин. По древнему понятию, напр. у Геродота, этим словом обозначались небольшие властители в негреческих землях. Аристотель употребляет это слово для обозначения особой формы государственного правления,… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 13ANAXARCHUS — I. ANAXARCHUS Philosophus Abderita, sectator Democriti; habuit inimicum Nicocreontem Cypri tyrannum, cuius caput quia deesse convivio regali dixerat, interrogatus ab Alexandro M. apud quem summô locô erat, post huius mortem a tyranno comprehensus …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14ARGAS — Demosthenes ob morum feritatem, ac naturam immitem sic dictus. Hesychius, Καὶ Δημοςθένης ὑπὸ Α᾿ιχίνου Α᾿ργὰς ὀνομάζεταὶ. Οἱ δὲ ὄνομα Τυράννου. Vide Suidam. Item Argas, qui praeter annorum rationem sapit. Suidas, Ο῾ δεινότατος παῤ ἡλικίαν, ἀργὰς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… …

    Dictionary of Greek

  • 16Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 17Σκοπάδες — Η μία από τις δύο μεγάλες οικογένειες της Θεσσαλίας στην αρχαιότητα· η άλλη ήταν οι Αλευάδες. Γενάρχης τους ήταν ο Σκόπας και πόλη τους η Κραννών. Σε μια περίοδο, ως την εποχή του τύραννου των Φερών, είχε κυριάρχησα στη Θεσσαλία, επισκιάζοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 18Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 19Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 20άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek