τυράννους

  • 11μισοτύραννος — μισοτύραννος, ον (Α) αυτός που μισεί τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τύραννος (πρβλ. φιλο τύραννος)] …

    Dictionary of Greek

  • 12ολεσσιτύραννος — ὀλεσσιτύραννος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + τύραννος. Ο τ. με σσ αντί ολεσιτύραννος για μετρ. λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 13παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 14πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …

    Dictionary of Greek

  • 15ριζολογώ — ῥιζολογῶ, έω, ΝΑ, και ριζολογώ, άω, Ν 1. μαζεύω ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές 2. ξεριζώνω άγρια χόρτα, ξεβοτανίζω αρχ. μτφ. καταστρέφω, εξολοθρεύω («καθόλου πάντας τυράννους ῥιζολογήσας», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + λογῶ (< λόγος*)] …

    Dictionary of Greek

  • 16στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …

    Dictionary of Greek

  • 17στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 …

    Dictionary of Greek

  • 18συνεκβάλλω — ΝΜΑ [ἐκβάλλω] αποβάλλω κάτι συγχρόνως νεοελλ. αρχ. (αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.) αρχ. εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 19σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… …

    Dictionary of Greek

  • 20τυραννίζω — ΜΑ [τύραννος] 1. τυραννώ, καταπιέζω, δυναστεύω 2. τηρώ ευμενή στάση προς τον τύραννο ή τους τυράννους («εἴποιεν οἱ τυραννίζοντες οὗτοι...», Δημοσθ.) 3. παθ. τυραννίζομαι είμαι υπό την τυραννία κάποιου …

    Dictionary of Greek