τυπή
1τυπή — blow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2τυπῇ — τύπτω beat aor subj pass 3rd sg τυπάζω fut ind mid 2nd sg (doric) τυπάζω fut ind act 3rd sg (doric) τυπή blow fem dat sg (attic epic ionic) …
3τυπή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ τού ρ. τύπτω + κατάλ. ή (πρβλ. κοπ ή)] …
4τύπη — τύπης striker masc voc sg τύπτω beat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …
5τύπῃ — τύπης striker masc dat sg (attic epic ionic) …
6τυπαῖς — τυπή blow fem dat pl …
7τυπήν — τυπή blow fem acc sg (attic epic ionic) …
8λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… …
9μοιχοτύπη — μοιχοτύπη, ἡ (Α) μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τύπη (άλλος τ. τού τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη, χαμαι τύπη] …
10χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] …
- 1
- 2