τυννοῦτος
1τυννούτος — ον και ο, Α (επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ οῦτος] …
2τυννουτοσί — τυννοῦτος so small masc nom sg …
3τυννουτοί — τυννοῦτος so small masc gen sg …
4τυννοῦτο — τυννοῦτος so small neut nom/voc/acc sg …
5τυννοῦτον — τυννοῦτος so small masc acc sg …