τυμωλειτική

  • 1τυμωλειτική — ἡ, Α [Τυμωλείτης] πλατύστομο πήλινο ή γυάλινο κυλινδρικό δοχείο κατάλληλο για την τοποθέτηση σάλτσας από ψάρια, η οποία παρασκευαζόταν στην περιοχή τού όρους Τμῶλος* …

    Dictionary of Greek

  • 2τυμωλειτίκιον — τὸ, Α [τιμωλειτική] υποκορ. τού Τυμωλειτική* …

    Dictionary of Greek