τυμβογέρων
1τυμβογέρων — old man on the edge of the grave masc nom sg …
2τυμβογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)] …
3τυμβογέροντα — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc acc sg …
4τυμβογέροντας — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc acc pl …
5τυμβογέροντες — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc nom/voc pl …
6τυμβογέροντι — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc dat sg …
7τυμβώ — όω, ΜΑ (μόνον στη μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) τετυμβωμένος εσχατόγηρος, τυμβογέρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος, τυμβογέρων)] …
8CAPULARIS Senes — apud Comicos, capulo proximus, et iam iam efferendus est, Graecis συρέλλης, ἀπὸ τῆς σοροῦ, item Τυμβογέρων; σορος quoque: quemadmodum Silicernium idem Terentio, in Adelph. Actu 4. sc. 2. v. 48. a prandio silicerno, quod conficiebatur, citca… …
9τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …