τυλίζω
1τυλίζω — βλ. τυλίγω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …
3τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)