-
1 τσιγάρο
[цигаро] ουσ. о. папироса.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσιγάρο
-
2 прикурить
ρ.σ.μ. ανάβω το τσιγάρο ή ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο•позвольте -!
επιτρέψτε μουανάψω το τσιγάρο!•прикурить от папиросы ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο.
-
3 закурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.1. ανάβω (τσιγάρο, πούρο κ.τ.τ.).2. αρχίζω να καπνίζω, να φουμαρω• γίνομαι καπνιστής.3. μ. καπνίζω, μαυρίζω με καπνό. || ενοχλώ με τον καπνό•вы меня совсем -ли με πνίξατε με το τσιγάρο σας.
4. (απλ.) γλεντοκοπώ, ξεφαντώνω.1. ανάβω•сигарета -лась легко το τσιγάρο άναψε εύκολα.
2. αρχίζω να καπνίζω, να γίνομαι καπνιστής. -
4 папироса
-
5 прикуривать
-
6 сигарета
-
7 раскурка
-и θ.1. άνα\ι\ια.2. χαρτί για στριφτό τσιγάρο•употребить газету на -у χρησιμοποιώ εφημερίδα για στριφτό τσιγάρο.
-
8 папироса
το τσιγάρο/σιγαρέτο (με χάρτινο επιστόμιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > папироса
-
9 портсигар
(папиросница) η τσιγαρο-θήκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портсигар
-
10 сигарета
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигарета
-
11 закуривать
закуривать, закурить ανά βω' \закуривать сигарету ανάβω τσιγά ρο разрешите закурить επι τρέψτε μου να καπνίσω* * *= закуритьзаку́ривать сигаре́ту — ανάβω τσιγάρο
разреши́те закури́ть — επιτρέψτε μου να καπνίσω
-
12 докуривать
докуриватьнесов, докурить сов τελειώνω τό κάπνισμα, καπνίζω τό τσιγάρο (ώς τό τέλος). -
13 дымить
дым||и́тьнесов καπνίζω:печь \дымитьи́т ἡ σόμπα καπνίζει· \дымитьи́ть папиросой ντουμανιάζω μέ τό τσιγάρο. -
14 крутить
крутитьнесов1. συστρέφω, στρίβω·2. (скручивать, свивать) στρίβω, γυρίζω:\крутить папиросу κάνω (или στρίβω) τσιγάρο· \крутить шелк στρίβω τό μετάξι·3. (взметать пыль, снег и т. п.) στροβιλίζω·4. перен (хитрить) разг τά κλώθω, μασάω τά λόγια μου, μιλάω μέ περιστροφές. -
15 курить
куритьнесов1. καπνίζω, φουμάρω:\курить запрещается ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· бросить \курить κόβω τό τσιγάρο·2. (добывать перегонкой) διυλίζω, ἀποστάζω· 3.:\курить ладаном θυμιάζω, λιβανίζω· ◊ \курить фимиам кому-л. ἐγκωμιάζω, λιβανίζω κάποιον. -
16 прикуривать
прикуриватьнесов, прикурить сов ἀνάβω τό τσιγάρο μου. -
17 свертывать
свертыватьнесов1. τυλίγω (скатывать)/ διπλώνω (складывать):\свертывать цигарку στρίβω τσιγάρο· \свертывать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (лепестки, листья \свертывать о растениях) μαζεύω, μαζεύομαι·3. (сокращать) περιορίζω, μειώνω, συμπτύσσω:\свертывать производство περιορίζω τήν παραγωγἤ ◊ \свертывать лагерь σηκώνω τήν κατασκήνωση. -
18 сигарета
сигар||етаж τό τσιγάρο, τό σιγαρέττο. -
19 скрутить
скрутитьсов, скручивать несов1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:\скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·2. (связывать) δένω:\скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα -
20 докурить
-кури, -куришьρ.σ.μ.αποκαπνίζω το τσιγάρο, τελειώνω το κάπνισμα του τσιγάρου• καπνίζω ως το τέλος.1. παύω να καπνίζω, σβήνω•трубка -лась ο καπνός στο τσιμπούκι τέλειωσε, κάηκε ως το τέλος.
2. καπνίζω ώσπου•докурить до головной боли θα καπνίσω ώσπου θα μου πονέσει το κεφάλι.
См. также в других словарях:
τσιγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός κύλινδρος από φύλλα καπνού, που είναι κατάλληλα τυλιγμένα για κάπνισμα, το πούρο. 2. το τσιγαρέτο (βλ. λ.), το τσιγάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγάρο — και λόγιος τ. σιγάρο(ν), το, Ν κομμένος καπνός, τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cigarro, πιθ. από κάποια λ. τής γλώσσας τών Μάγια. Η λ., στον λόγιο τ. σιγάρον / τσιγάρον, μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του … Dictionary of Greek
σιγαρέτο — και τσιγαρέτο, το, Ν (παλ. τ.) 1. το τσιγάρο 2. το πούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)] … Dictionary of Greek
τσιγαριλίκι — και τσιγαρλίκι, το, Ν στριφτό τσιγάρο που περιέχει χασίς ή μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο + κατάλ. λίκι (πρβλ. θεριακ λίκι)] … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia … Wikipedia
Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис … Википедия
άφιλτρος — η, ο φρ. «άφιλτρο τσιγάρο» αυτό που δεν έχει φίλτρο … Dictionary of Greek
αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου … Dictionary of Greek
αποτσίγαρο — το ό,τι απομένει από καπνισμένο τσιγάρο … Dictionary of Greek