-
1 тернбвый
терн||бвыйприл τής τσαπουρνιάς:\тернбвыйо́вая ягода τό τσάπουρνο· \тернбвыйо́вый венец перен ὁ ἀκάνθι-νος στέφανος.
См. также в других словарях:
τσάπουρνο — το, Ν [τσαπουρνιά] ο καρπός τής τσαπουρνιάς … Dictionary of Greek
πούρνο — πούρνο, το και προύνο, το καρπός της πουρνιάς, της πουρνελιάς, αλλ. τσάπουρνο, το: Τα πούρνα τρώγονται μόνο όταν ωριμάσουν καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)