Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τσάι

  • 1 τσάι

    [цаи] ουσ. о. чай.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσάι

  • 2 чай

    [τσάι] ουσ. α τσάι

    Русско-греческий новый словарь > чай

  • 3 чай

    [τσάι] ουσ α τσάι

    Русско-эллинский словарь > чай

  • 4 чай

    чай м το τσάι; пить \чай πίνω τσάι; крепкий \чай το βαρύ τσάι; пригласить на чашку
    * * *
    м
    το τσάι

    кре́пкий чай — το βαρύτσάι

    пригласи́ть на ча́шку ча́ю — προσκαλώ σε τσάι

    Русско-греческий словарь > чай

  • 5 чай

    чая (чаю), προθτ. в чае κ. в чаю α.
    1. το φυτό τσάι, τεία, θέα•

    куст чая θάμνος τσαγιού, τεϊόδεντρο.

    2. τσάι, τα αποξηραμένα φύλλα του τείόδεντρου ηαθώζ και το ποτό αυτού. || υποκατάστατο τσαγιού
    (από διάφορα φύλλα, χόρτα).
    3. τεϊοποσία.
    εκφρ.
    чай да сахар; чай и сахар-
    - с сахаромπαλ. (λαϊκή ευχή στους πίνοντες τσάι)• καλό και γλυκό τσάι•
    гонять чай – πίνω πολύ ώρα τσάι•
    за чаем ή за чашку чая πίνοντας τσάι, κατάτην τεϊποσία•
    на чай давать (брать) – δίνω (παίρνω) πουρμπουάρ•
    на чай ή на чашку чая приглашать, звать – προσκαλώ, καλώ να πιούμετσάι.
    παρνθ. λ. με την αντων. я: я чай ίσως, μπορεί.
    (απλ.) πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα. || όμως, εν τούτοις.

    Большой русско-греческий словарь > чай

  • 6 выпить

    выпить см. пить \выпить чашку чаю πίνω ένα φλιτζάνι τσάι·\выпить лекарство παίρνω το φάρμακο
    * * *
    см. пить

    вы́пить ча́шку ча́ю — πίνω ένα φλιτζάνι τσάι

    вы́пить лека́рство — παίρνω το φάρμακο

    Русско-греческий словарь > выпить

  • 7 чашка

    чашка ж το φλιτζάνι; \чашка кофе (чаю ) ένα (φλιτζάνι) καφέ (τσάι)
    * * *
    ж
    το φλιτζάνι

    ча́шка ко́фе (ча́ю) — ένα (φλιτζάνι) καφέ (τσάι)

    Русско-греческий словарь > чашка

  • 8 внакладку

    внакладку
    нареч разг:
    пить чай \внакладку πίνω τσάι μέ ζάχαρη, πίνω γλυκό τσάϊ.

    Русско-новогреческий словарь > внакладку

  • 9 допивать

    допивать
    несов:
    \допивать до конца πίνω ὡς τό τέλος· \допивать чай πίνω τό τσάι ὡς τό τέλος, πίνω ὀλο τό τσάϊ.

    Русско-новогреческий словарь > допивать

  • 10 некрепкий

    некрепкий
    прил в разн. знач. ἀδύνατος, μή δυνατός, ἀσθενικός:
    \некрепкий чай τό ἐλαφρό τσάϊ, τό ἀδύνατο τσάϊ.

    Русско-новогреческий словарь > некрепкий

  • 11 чай

    ча||й
    м τό τσάι, τό τέΐον:
    пригласить на чашку \чайя προσκαλώ σέ τσάι· ◊ давать на \чай δίνω πουρμπουάρ.

    Русско-новогреческий словарь > чай

  • 12 заварить

    -варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω να βράσει (τσάι, καφέ κ.τ.τ.)• заварить белье ζεματίζω τα ρούχα•

    заварить уху βράζω ψαρόσουπα.

    2. (τεχ.) βράζω, συγκολλώ.
    3. Μτφ. (απλ.) ετοιμάζω, οργανώνω, μαγειρεύω.
    1. βράζω, γίνομαι, είμαι έτοιμος•

    чай -лся το τσάι είναι έτοιμο.

    2. οργανώνομαι, μαγειρεύομαι•

    дело -лось η υπόθεση μαγειρεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > заварить

  • 13 заварка

    I.
    мет. η (ηλεκτρο)συγκόλληση.
    II.
    (чайная) το πυκνό βραστό τέιο/τσάι προς αραίωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заварка

  • 14 чай

    το τέιο, το τσάι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чай

  • 15 вприкуску

    вприкуску
    нареч:
    пить чай \вприкуску πίνω τσάϊ ἄγλοκο τρώγοντας χωριστά ζάχαρη.

    Русско-новогреческий словарь > вприкуску

  • 16 заваривать

    заваривать
    несов, заварить сов:
    \заваривать чай κάνω τσάι· ◊ \заваривать кашу ἀνοίγω ἰστορία.

    Русско-новогреческий словарь > заваривать

  • 17 заварка

    заварка
    ж
    1. (действие) τό ζεμάτισμα·
    2. (порция) τό ζεματισμένο τσάϊ.

    Русско-новогреческий словарь > заварка

  • 18 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 19 кирпичный

    кирпич||ный
    прил πλίνθινος, ἀπό τοῦβλο, πλινθόκτιστος:
    \кирпичныйный завод τό πλινθοποιεῖο, τό του-βλοποιεῖο[ν]· \кирпичныйная стена ὁ πλινθόκτιστος τοίχος· \кирпичныйная кладка ἡ πλινθοδομή, τό πλινθόκτισμα· ◊\кирпичныйный чай τό τσάι πλακέ.

    Русско-новогреческий словарь > кирпичный

  • 20 крепкий

    креп||кий
    прил
    1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:
    \крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ
    2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:
    \крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·
    3. (насыщенный) δυνατός:
    \крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > крепкий

См. также в других словарях:

  • τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …   Dictionary of Greek

  • τσάι — το γεν. τσαγιού (λ. ρωσ.) 1. το φυτό «τεΐα», το τεϊόδεντρο. 2. το αφέψημα που γίνεται με βράσιμο των ξερών φύλλων αυτού του φυτού. 3. προσφορά τσαγιού με βουτήματα και γλυκίσματα σε προσκαλεσμένους: Είναι καλεσμένη σε τσάι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματέ ή τσάι της Παραγουάης — Ονομασία με την οποία είναι γνωστό το αφέψημα που παράγεται από το εκχύλισμα των αποξηραμένων φύλλων του φυτού Ιlex paraguayensis. Πρόκειται για μεγάλο θάμνο της οικογένειας των ακουιφολιίδων (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Νότιας Αμερικής, ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»