τρῐ-λλιστος

  • 1πολύλλιστος — και πολύλιστος και πολύλλιτος, ον, Α 1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ ἱκάνω», Ομ. Οδ. β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 2τρίλλιστος — ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρίλιστος) πολυπόθητος. επίρρ... τριλλίστως Α με μεγάλο πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λλιστος (< λίσσομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. πολύλλιστος] …

    Dictionary of Greek