τρώγλη
1τρώγλη — hole formed by gnawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2τρώγλῃ — τρώγλη hole formed by gnawing fem dat sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat sg (attic epic ionic) …
3τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… …
4τρώγλη — η 1. κοιλότητα της γης, σπηλιά. 2. φωλιά ζώου. 3. μτφ., ανήλιαγη και στενόχωρη κατοικία: Ο καημένος μένει σε μια τρώγλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τρωγλέων — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen pl (epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen pl (epic ionic) …
6τρωγλῶν — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen pl …
7τρῶγλαι — τρώγλη hole formed by gnawing fem nom/voc pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem nom/voc pl …
8τρώγλαις — τρώγλη hole formed by gnawing fem dat pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat pl …
9τρώγλην — τρώγλη hole formed by gnawing fem acc sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem acc sg (attic epic ionic) …
10τρώγλης — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen sg (attic epic ionic) …