τρίχῐνος
1τρίχινος — of hair masc nom sg …
2τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) …
3τρίχινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τρίχες, μάλλινος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τριχίνων — τρίχινος of hair fem gen pl τρίχινος of hair masc/neut gen pl …
5τρίχινον — τρίχινος of hair masc acc sg τρίχινος of hair neut nom/voc/acc sg …
6τριχίνη — τρίχινος of hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7τριχίνην — τρίχινος of hair fem acc sg (attic epic ionic) …
8τριχίνης — τρίχινος of hair fem gen sg (attic epic ionic) …
9τριχίνοις — τρίχινος of hair masc/neut dat pl …
10τριχίνου — τρίχινος of hair masc/neut gen sg …