1τρίχιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2τρίχιον — και τριχίον, τὸ, Α [θρίξ, τριχός] υποκορ. μικρή τρίχα …
Dictionary of Greek
3τρίχια — τρίχιον neut nom/voc/acc pl …