τρίστομος
1τρίστομος — three edged masc/fem nom sg …
2τρίστομος — η, ο / τρίστομος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. (το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3τρίστομον — τρίστομος three edged masc/fem acc sg τρίστομος three edged neut nom/voc/acc sg …
4τριστόμου — τρίστομος three edged masc/fem/neut gen sg …
5τριστόμῳ — τρίστομος three edged masc/fem/neut dat sg …
6τρίστομο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Καρπάθου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ολύμπου. * * * το / τρίστομον, ΝΑ βλ. τρίστομος …
7τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …
8τριστόμιος — ον, Α [τρίστομος] αυτός που έχει τρία στόμια …
9ԵՐԵՔՍԱՅՐԻ — ( ) NBH 1 0681 Chronological Sequence: Unknown date ա. τρίστομος cui triplex est acies Որոյ են երեք սայրք. կամ երեքբերանեան՝ որպէս եռանկիւն սո՛ւր. *Ունէին տէգս հրեղէնս երեքսայրիս. Վրք. հց. ՟Ժ՟Թ: *Երեքսայրի սրով վիրաւորեաց զնա. Ոսկ. աւետար …