τρίναξ
1τρίναξ — three pronged mattock fem nom/voc sg …
2τρίναξ — ακος, ἡ, Α γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. θρίναξ* (Ι), κατ επίδραση τού τρι *] …
3τρίνακα — τρίναξ three pronged mattock fem acc sg …
4τρίνακας — τρίναξ three pronged mattock fem acc pl …
5τρίνακος — τρίναξ three pronged mattock fem gen sg …
6τρινάκι — το, Ν γεωργικό εργαλείο με τρεις αιχμές για λίχνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τρίναξ, ακος, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία υποκορ. *τρινάκιον] …