τρέμω
1τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος …
2τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg …
3τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …
4τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
6τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg …
8αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] …
9τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl …
10τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …