τράπεζα
21τραπεζῶν — τράπεζα table fem gen pl τραπεζόω offer pres part act masc voc sg (doric aeolic) τραπεζόω offer pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τραπεζόω offer pres part act masc nom sg τραπεζόω offer pres inf act (doric) τραπεζώ fem gen pl …
22τραπέζαις — τράπεζα table fem dat pl …
23τραπέζαισι — τράπεζα table fem dat pl (epic ionic aeolic) …
24τραπέζης — τράπεζα table fem gen sg (attic epic ionic) …
25τραπέζῃ — τράπεζα table fem dat sg (attic epic ionic) …
26τράπεζαι — τράπεζα table fem nom/voc pl …
27τράπεζαν — τράπεζα table fem acc sg …
28Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …
29επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …
30Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …