τράπεζα

  • 121προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… …

    Dictionary of Greek

  • 122σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …

    Dictionary of Greek

  • 123στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …

    Dictionary of Greek

  • 124τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… …

    Dictionary of Greek

  • 125τρίπεζα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα, Βοιωτοί». [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα με παρετυμολ. επίδραση τού τρι *] …

    Dictionary of Greek

  • 126τραβηχτικός — και τραβηκτικός, ή, ό, Ν [τραβηχτός] 1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική η συναλλαγματική 3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα τμηματικής… …

    Dictionary of Greek

  • 127τραπέζι — το, Ν 1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι τής κουζίνας» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 128τραπέζιο — Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες… …

    Dictionary of Greek