τράπεζα
11Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
12Λαϊκή Τράπεζα — Βλ. λ. Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα …
13Αγία Τράπεζα — Βλ. λ. βωμός …
14Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων — (ΕΤΕ). Το χρηματοπιστωτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Χρηματοδοτεί δημόσιες ή ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες συμβάλλουν στην ισόρροπη ανάπτυξη, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, καθώς και στην οικονομία …
15βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …
16τραπέζας — τραπέζᾱς , τράπεζα table fem acc pl τραπέζᾱς , τράπεζα table fem gen sg (doric aeolic) …
17τράπεζ' — τράπεζα , τράπεζα table fem nom/voc sg τράπεζαι , τράπεζα table fem nom/voc pl …
18τραπέζαι — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) …
19τραπεζᾶν — τράπεζα table fem gen pl (doric aeolic) …
20τραπεζέων — τράπεζα table fem gen pl (epic ionic) τραπεζεύς at masc gen pl τραπεζέω̆ν , τραπεζεύς at masc gen pl …