τράγος
1Τράγος — he goat masc nom sg …
2τράγος — he goat masc nom sg …
3τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …
4τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… …
6Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg …
7τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl …
9τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg …
10Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) …