τρόφ-ῐμος
1-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …
2κρύφιμος — κρύφιμος, ον (Α) πάπ. κρυφός, απόκρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμος (πρβλ. μάχιμος, τρόφ ιμος)] …
3πώλιμος — ον, Α αυτός που είναι για πώληση, για πούλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + κατάλ. ιμος (πρβλ. τρέφω: τρόφ ιμος)] …
4φύγιμον — τὸ, Α καταφύγιο, άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* + κατάλ. ιμον, ουδ. της κατάλ. ιμος (πρβλ. τρόφ ιμος)] …