τρόπαια

  • 21Tropaia — (Τρόπαια) is a municipality in Arcadia, Greece. Population 4,660 (2001) …

    Wikipedia

  • 22Tropea (Griechenland) — Stadtgemeinde Tropea (1997–2010) Δήμος Τρόπαιας …

    Deutsch Wikipedia

  • 23Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …

    Википедия

  • 24побытьѥ — ПОБЫТЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Победа, победное торжество: Петръ есть в(с)е чл҃вкъ иже пристѧжи(т) собѣ ѹтверженье вѣрѣ. ко х(с)у побы(т)˫а жи(т)˫а своего. ГБ к. XIV, 73а; Дв҃дъ въ ц(с)рихъ славныi. ѥгоже ис перва на врагы съдолѣнь˫а. и побыть˫а нареченоѥ …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 25Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …

    Deutsch Wikipedia

  • 26Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 28αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… …

    Dictionary of Greek

  • 29ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… …

    Dictionary of Greek

  • 30εναρηφόρος — ἐναρηφόρος, ον και δωρ. τ. έναραφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει έναρα*, λάφυρα, πολεμικά τρόπαια …

    Dictionary of Greek