τρόμος καὶ ῥῖγος

  • 1τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …

    Dictionary of Greek

  • 2ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή …

    Dictionary of Greek

  • 3τρεμούλα — η 1. τρεμούλιασμα, τρεμουλιαστή κίνηση: Τα χέρια του γέρου έχουν τρεμούλα. 2. ρίγος, ανατριχίλα: Είδε ποντικό και ένιωσε τρεμούλα. 3. τρόμος, μεγάλος φόβος: Ήταν μπροστά στο φονικό και έπαθε τρεμούλα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)