τρωϊκός
1Τρωικός — Trojan masc nom sg …
2τρωικός — ή, ό / τρωικός, ή, όν, ΝΜΑ [Τρώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροία («Τρωικός Πόλεμος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικά οι χρόνοι τού Τρωικού Πολέμου νεοελλ. φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς» αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών …
3τρωικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την Τροία: Τρωικός πόλεμος. 2. ουδ. πληθ. ως ουσ., τρωικά τα χρόνια του τρωικού πολέμου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Τρωικός πόλεμος — Bλ. λ. Τροία …
5Τρωικά — Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc pl Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc/acc dual Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6Τρωικῶν — Τρωικός Trojan fem gen pl Τρωικός Trojan masc/neut gen pl …
7Τρωικόν — Τρωικός Trojan masc acc sg Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc sg …
8Τρωικαῖς — Τρωικός Trojan fem dat pl …
9Τρωικαί — Τρωικός Trojan fem nom/voc pl …
10Τρωικοῖς — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl …