τρωϊκός

  • 31ίλιος — ἴλιος, ία, ον (Α) [Ίλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίλο 2. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός …

    Dictionary of Greek

  • 32δαρδάνιος — και δαρδάνειος, α, ον (Α) 1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» τα ανάκτορα τής Τροίας) 2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη) η Τροία …

    Dictionary of Greek

  • 33ιλιακός — ἰλιακός, ή, όν (Α) [Ίλιος] 1. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός 2. αυτός που αναφέρεται στην Ιλιάδα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἰλιακά είδος φόρου …

    Dictionary of Greek

  • 34ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… …

    Dictionary of Greek

  • 35πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 36τρώϊος — ωΐη, ον και συνηρ. τ. αρσ. τρῳός Α [Τρως] 1. ο τρωικός 2. ο Τρώας …

    Dictionary of Greek

  • 37Αινεία — Αρχαία πόλη της δυτικής Χαλκιδικής (Κρουσαίας ή Κρουσίδας), που είχε χτιστεί από τον Αινεία και τα πληρώματα του στόλου του, όταν αποβιβάστηκαν εκεί μετά την άλωση της Τροίας. Είχε κατασκευαστεί στο μέρος αυτό και τρωικός ναός, όπου λατρευόταν,… …

    Dictionary of Greek

  • 38Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …

    Dictionary of Greek

  • 39Αχαιοί — Η ονομασία των Ελλήνων στα ομηρικά έπη. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι Α. αποτελούσαν την πρώτη ελληνική φυλή που κατέβηκε από τον βορρά γύρω στο 1900 π.Χ. και κατέκλυσε σταδιακά τον ελληνικό χώρο. Μαζί με αυτήν ήρθαν ίσως και οι Ίωνες, η… …

    Dictionary of Greek

  • 40Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek