τρωϊκός
11Τρωικοῖσι — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
12Τρωικοί — Τρωικός Trojan masc nom/voc pl …
13Τρωικοῦ — Τρωικός Trojan masc/neut gen sg …
14Τρωικούς — Τρωικός Trojan masc acc pl …
15Τρωικῆς — Τρωικός Trojan fem gen sg (attic epic ionic) …
16Τρωικῇ — Τρωικός Trojan fem dat sg (attic epic ionic) …
17Τρωική — Τρωικός Trojan fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
18Τρωικήν — Τρωικός Trojan fem acc sg (attic epic ionic) …
19Τρωικῷ — Τρωικός Trojan masc/neut dat sg …
20Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …
Страницы