τρωγ-άλιος

  • 1τρωγάλιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώγεται ωμός, τρωκτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω + επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος, φυτ άλιος)] …

    Dictionary of Greek