τρωγοδῠτικός
1τρωγοδυτικός — ή, όν, Α [τρωγοδύται] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγοδύτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Τρωγοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγοδυτών …
2Τρωγοδυτικῆς — Τρωγοδυτικός belonging to the fem gen sg (attic epic ionic) …
3Τρωγοδυτικήν — Τρωγοδυτικός belonging to the fem acc sg (attic epic ionic) …