τρωγλοδῠτική
1τρωγλοδυτικῇ — τρωγλοδυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …
2τρωγλοδυτική — τρωγλοδυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ТРОГЛОДИТЫ — • Troglodўtae, Τρωγλοδύται, т. е. пещерники; название нескольких племен, находившихся на низкой ступени культуры и живших в разные местах, напр., внутри Ливии, на Кавказе, в Месии. Преимущественно же это название относилось к… …
4TROGLODYTAE — populi Aethiop. sub Aegypto in ora occidentali sinus Arabici et Barbarici, quorum regio Sirfia nominatur, teste Castaldô. Hi in specubus habitantes (7nde nomen) paupertatem colebant, serpentibus vescentes, teste Melâ, l. 1. c. 4. Hîc esse lacum,… …
5τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ …
6Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν …
7τρωγλοδυτισμός — ο το να ζει κανείς σαν τρωγλοδύτης, η τρωγλοδυτική ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)