τρωγλοδύτης
1τρωγλοδύτης — one who creeps into holes masc nom sg τρωγλοδυτέω dwell in holes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… …
3τρωγλοδύτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, σε σπηλιά. 2. είδος πιθήκου, ο χιμπατζής. 3. το μικρό πουλί «τρυποφράχτης» …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρωγλοδύται — τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc nom/voc pl τρωγλοδύτᾱͅ , τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc dat sg (doric aeolic) …
5τρωγλοδυτῶν — τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc gen pl τρωγλοδυτέω dwell in holes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
6τρωγλοδύταις — τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc dat pl …
7τρωγλοδύτην — τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc acc sg (attic epic ionic) …
8τρωγλοδύτῃ — τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc dat sg (attic epic ionic) …
9τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ …
10τρωγλοδυτώ — τρωγλοδυτῶ, έω, ΝΑ [τρωγλοδύτης] ζω σε τρώγλες, σε σπηλιές νεοελλ. ζω σαν τρωγλοδύτης …