τρωγάλια

  • 1τρωγάλια — fruits eaten at dessert neut nom/voc/acc pl τρωκτός to be gnawed neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 3τρωγαλίων — τρωγάλια fruits eaten at dessert neut gen pl τρωκτός to be gnawed fem gen pl τρωκτός to be gnawed masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τρωγαλίζω — Ν [τρωγάλια] τρώγω κάτι και ιδίως τρωγάλια, κάνοντας θόρυβο με τα δόντια μου, ροκανίζω …

    Dictionary of Greek

  • 5νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε …

    Dictionary of Greek

  • 6τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τρωκτός — ή, όν, Α [τρώγω] 1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός 2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά τα τρωγάλια …

    Dictionary of Greek

  • 8τρώγανα — τὰ, Α τα τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. ανο ν (πρβλ. πόπ ανο ν)] …

    Dictionary of Greek

  • 9τρώγμα — τὸ, Α [τρώγω] συν. στον πληθ. τὰ τρώγματα τα τρωγάλια …

    Dictionary of Greek

  • 10τρώξιμος — ον, ΜΑ [τρῶξις] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα τα τρωγάλια αρχ. τρωκτός* …

    Dictionary of Greek