τρυφηλός
1τρυφηλός — masc nom sg …
2τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… …
3τρυφηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. απαλός, τρυφερός, μαλθακός. 2. που αγαπά την τρυφή, φιλήδονος, έκφυλος. 3. (για πράγματα), ο γεμάτος απολαύσεις, απολαυστικός: Τρυφηλή ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρυφηλά — τρυφηλός neut nom/voc/acc pl τρυφηλά̱ , τρυφηλός fem nom/voc/acc dual τρυφηλά̱ , τρυφηλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5τρυφηλότερον — τρυφηλός adverbial comp τρυφηλός masc acc comp sg τρυφηλός neut nom/voc/acc comp sg …
6τρυφηλῶν — τρυφηλός fem gen pl τρυφηλός masc/neut gen pl …
7τρυφηλόν — τρυφηλός masc acc sg τρυφηλός neut nom/voc/acc sg …
8τρυφηλαῖς — τρυφηλός fem dat pl …
9τρυφηλαί — τρυφηλός fem nom/voc pl …
10τρυφηλοτέρους — τρυφηλός masc acc comp pl …