τρυφερός
1τρυφερός — delicate masc nom sg …
2τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… …
3τρυφερός — ή, ό επίρρ. ά. 1. αβρός, απαλός, μαλακός: Τρυφερά χεράκια. 2. μτφ., ευαίσθητος, συναισθηματικός, στοργικός: Έχει τρυφερή καρδιά. 3. αδύνατος, λεπτοκαμωμένος: Τρυφερά βλαστάρια. 4. ερωτικός: Τρυφερές σχέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρυφερά — τρυφερός delicate neut nom/voc/acc pl τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc/acc dual τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5τρυφερώτερον — τρυφερός delicate adverbial comp τρυφερός delicate masc acc comp sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc comp sg …
6τρυφερωτέραις — τρυφερός delicate fem dat comp pl τρυφερωτέρᾱͅς , τρυφερός delicate fem dat comp pl (attic) …
7τρυφερωτέρων — τρυφερός delicate fem gen comp pl τρυφερός delicate masc/neut gen comp pl …
8τρυφερῶν — τρυφερός delicate fem gen pl τρυφερός delicate masc/neut gen pl …
9τρυφερόν — τρυφερός delicate masc acc sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc sg …
10τρυφερώτατα — τρυφερός delicate adverbial superl τρυφερός delicate neut nom/voc/acc superl pl …