τρυφερός

  • 91κυπρίδιος — κυπρίδιος, ία, ον (AM) [Κύπρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη 2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός …

    Dictionary of Greek

  • 92λείριος — λείριος, ον (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο 2. (για το βλέμμα τών νέων) λαμπρός, γλυκύς 3. (για τη φωνή) τρυφερός, γλυκύς, χαριτωμένος, απαλός …

    Dictionary of Greek

  • 93λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] …

    Dictionary of Greek

  • 94λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …

    Dictionary of Greek

  • 95λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …

    Dictionary of Greek

  • 96λευκότροφος — λευκότροφος, ον (Α) ο λευκός και τρυφερός, στην αρχή τής αύξησης («λευκότροφα μύρτα», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 97λουκούμι — το 1. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από μίγμα σιροπιού ζάχαρης και πολτοποιημένου αμύλου 2. (ως επίθ. για εδώδιμο) εύγευστος και τρυφερός («αυτό το κρέας είναι λουκούμι») 3. φρ. «μού ρθε λουκούμι» λέγεται για κάτι επίκαιρο και καλόδεχτο… …

    Dictionary of Greek

  • 98λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 99μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… …

    Dictionary of Greek

  • 100μήον — και μέον, το (Α μῆον και μεῑον) βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό τής οικογένειας τών σκιαδανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα *mei τής λ. μείων ή, κατ άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα *mēi «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»] …

    Dictionary of Greek