τρυφερός
71δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ …
72δροσινός — ή, ό (AM δροσινός, ή, όν) 1. δροσερός 2. τρυφερός, μαλακός, απαλός …
73δροσόεις — δροσόεις, εσσα, εν (Α) 1. δροσερός, γεμάτος δροσιά 2. αυτός που σκορπίζει δροσιά 3. τρυφερός, απαλός, μαλακός …
74ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …
75ενάπαλος — ἐνάπαλος, ον (Α) αυτός που έχει απαλότητα, απαλός, κάπως τρυφερός …
76εφάπαλος — ἐφάπαλος, ον (Μ) (για φυτά) κάπως απαλός, τρυφερός ακόμη («ἐφάπαλον φυτόν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁπαλός] …
77ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …
78θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …
79θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …
80θαλία — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1852. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,5 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 6,95. Η διεθνής ονομασία του είναι Thalia 23.… …