τρυφερός

  • 61αμπελοβλάσταρο — το ο τρυφερός βλαστός τού κλήματος που κόβεται και διατηρείται στην άλμη ή στο ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + βλαστάρι] …

    Dictionary of Greek

  • 62ανήλιαγος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος 2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω αταίριαγος, σκεπάζω ασκέπαγος κ.λπ.] …

    Dictionary of Greek

  • 63αστάλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σταλώσει, που είναι ακόμη τρυφερός («αστάλωτο βλαστάρι») 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί, που δεν έχει ωριμάσει («αστάλωτο παιδί») …

    Dictionary of Greek

  • 64ατέραμνος — ἀτέραμνος, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία 3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος 4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος… …

    Dictionary of Greek

  • 65αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… …

    Dictionary of Greek

  • 66βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 67βλαστάρι — το [βλαστός] 1. τρυφερός, νέος βλαστός 2. τέκνο, παιδί κάποιου 3. δημιούργημα …

    Dictionary of Greek

  • 68γιαβρής — ο και γιαβρί, το 1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού 2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός 3. φρ. «γιαβρούμ!» (ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru] …

    Dictionary of Greek

  • 69γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 70γληνός — ή, ό 1. λαμπερός 2. γυαλιστερός 3. τρυφερός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.] …

    Dictionary of Greek