τρυφερός

  • 51τρυφερωτέρας — τρυφερωτέρᾱς , τρυφερός delicate fem acc comp pl τρυφερωτέρᾱς , τρυφερός delicate fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52άταλος — η, ο αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, αδύνατος, τρυφερός («άταλο μωρό», «άταλο πουλάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αταλός, με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου] …

    Dictionary of Greek

  • 53ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …

    Dictionary of Greek

  • 54αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …

    Dictionary of Greek

  • 55αγνικά — τα τα μαλακόστρακα που δεν έχουν αγκάθια, αίμα και λέπια, π.χ. οι σουπιές, οι πολύποδες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγνικός < αγνός + κατάλ. ικός ή < αγανός (= μαλακός, τρυφερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 56αινόθρυπτος — αἰνόθρυπτος, ον (Α) τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος) …

    Dictionary of Greek

  • 57αισθηματίας — ο [αίσθημα] άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα, συναισθηματικός, τρυφερός, μεγαλόψυχος …

    Dictionary of Greek

  • 58αισθηματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ευγενικό ανώτερο αίσθημα 2. αισθηματίας, ευαίσθητος, τρυφερός 3. (για μυθιστορήματα, ταινίες κ.ά.) αυτός που έχει ως κύρια υπόθεση ιστορία αγάπης, ερωτική περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσθημα. ΠΑΡ.… …

    Dictionary of Greek

  • 59ακροσαχνισμένος — ἀκροσαχνισμένος, η, ο(ν) (Μ) άπαχος, κάπως τρυφερός, τρυφερούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαχνὸς «αδύνατος»] …

    Dictionary of Greek

  • 60αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… …

    Dictionary of Greek