τρυφερός
41Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …
42αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… …
43λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… …
44τεράμων — (I) ον, Α 1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός 2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς 3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει… …
45τρυφεραίνω — ΝΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός αρχ. παθ. τρυφεραίνομαι καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.) …
46τρυφερεύομαι — ΜΑ [τρυφερός] (αποθ.) γίνομαι τρυφερός …
47τρυφερώδης — ῶδες, Α [τρυφερός] (κατά τον Ησύχ.) «τρυφερός, μαλακός». επίρρ... τρυφερωδῶς Α (κατά τον Φώτ.) «μαλακωδῶς, νοσωδῶς» …
48τρυφηρός — όν, Α τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιθ. τρυφερός, κατά τα επίθ. σε ηρός*] …
49υπερτρύφερος — ον, Μ [τρυφερός] πάρα πολύ τρυφερός …
50τρυφερωτέρα — τρυφερωτέρᾱ , τρυφερός delicate fem nom/voc/acc comp dual τρυφερωτέρᾱ , τρυφερός delicate fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …