τρυφερός
31τρυφερήν — τρυφερός delicate fem acc sg (epic ionic) …
32τρυφερῶς — τρυφερός delicate adverbial …
33τρυφερῷ — τρυφερός delicate masc/neut dat sg …
34τρυφερώτατοι — τρυφερός delicate masc nom/voc superl pl …
35τρυφερώτατος — τρυφερός delicate masc nom superl sg …
36τρυφερώτερα — τρυφερός delicate neut nom/voc/acc comp pl …
37τρυφερώτεραι — τρυφερός delicate fem nom/voc comp pl …
38τρυφερώτεροι — τρυφερός delicate masc nom/voc comp pl …
39τρυφερώτερος — τρυφερός delicate masc nom comp sg …
40απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… …