τρυφερός
121σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… …
122σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού …
123σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …
124στροβελός — όν, Α [στρόβος] (κατά τον Ησύχ.) 1. «σοβαρός, τρυφερός» 2. (το ουδ.) στροβελόν «σκολιόν, καμπύλον» …
125τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί …
126τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… …
127τακερός — ή, ό / τακερός, ά, όν, ΝΑ, και τακηρός Α 1. αυτός που λειώνει εύκολα 2. αυτός που βράζει εύκολα 3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων αρχ. 1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.) 2 …
128τερενοποιός — όν, Α αυτός που κάνει κάτι μαλακό, μαλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, ενος «μαλακός, τρυφερός» + ποιός*] …