τρυφερός
111ντελικάτος — η, ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος η, ον) νεοελλ. 1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός 2. ευπαθής, φιλάσθενος μσν. (για τρόφιμα) νόστιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός»… …
112ομοθαλλισμός — ο βιολ. η κατάσταση ενός κατώτερου φυτικού οργανισμού στον οποίο ο θαλλός είναι μορφολογικά και φυσιολογικά ταυτόσημος με τον θαλλό άλλου παρόμοιου οργανισμού και στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση γαμετών που παράγονται στον ίδιο θαλλό …
113πέπανος — ον, και, κατά τον Ησύχ., πεπανός, όν, ΜΑ ώριμος, τρυφερός, μαλακός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «πεπανός ὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι» 2. (το αρσ. συγκριτ.) πεπανώτερος (για πρόσ.) μτφ. αυτός που είναι πιο έμπειρος από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ …
114παραφυλλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ τρυφερός βλαστός δέντρου, παραφυάδα, και ιδίως παραβλάστημα κλήματος, βλαβερό στο κύριο στέλεχος τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράφυλλον + επίθημα ίς, ίδος] …
115πρόμαλος — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μυρίκη ἡ ἄγνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλός (II) «τρυφερός, απαλός»] …
116πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …
117ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …
118ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …
119σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …
120σαυλοπρωκτιώ — άω, Α περπατώ κουνώντας τα οπίσθιά μου, βαδίζω καμαρωτά και κουνιστά («καὶ μὴν προθυμοῡμαί γε σαυλοπρωκτιᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαῦλος «αβρός, τρυφερός» + πρωκτός + επίθημα ιῶ] …