τρυφαλίς

  • 1τρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α (μτγν τ.) βλ. τροφαλίς …

    Dictionary of Greek

  • 2τροφαλίς — και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, ίδος, ἡ, Α νωπό, φρέσκο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα αλ + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. τροπ αλ ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ , ενώ ο τ. τρυφαλίς …

    Dictionary of Greek

  • 3CASEUS — lac pressum, Virgilio, Ecl. 1. v. 82. et pressi copia lactis: Illud enim emulctum in caseum cogitur, quod Graeci πήττεςθαι, Latini etiam figi dixerunt: Gallis Formacia seu Formagia, quoniam in forma inferciuntur et struuntur. Sic parietes… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4στρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τροφαλίς / τρυφαλίς] …

    Dictionary of Greek