τρυμαλιά
1τρυμαλιά — τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc/acc dual τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2τρυμαλιᾷ — τρῡμαλιᾷ , τρυμαλιά hole fem dat sg (attic doric aeolic) …
3τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] …
4τρυμαλίτις — ίτιδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ ῖτις)] …
5τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… …
6τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …
7ԳՈՄ — I. (գոս, գոյ, գոյր, գուցէ, գոլ, գոլով.) NBH 1 0568 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ὐπάρχω, εἱμί existo, sum Բայ էական պակասաւոր, եւ այն ստէպ վարի յերրորդ դէմս. Գտանիլ կամ լինել իրօք. որ եւ …
8ԾԱԿ — (ու, ուց, եւ ի, աց.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. τρύπημα, τρυμαλιά, τρώγλη, ὁπή foramen, caverna. Ծերպ փոքրիկ. ճաղքուած. անցք. մուտ. ելք. պատուհան. խորշ. անձաւ. ... *Ծակ, ասղան, կամ վիմի, կամ… …
9τρυμαλιαῖς — τρῡμαλιαῖς , τρυμαλιά hole fem dat pl …
10τρυμαλιαί — τρῡμαλιαί , τρυμαλιά hole fem nom/voc pl …
- 1
- 2