τροχῖλος
1τρόχιλος — τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο 1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς. 2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2Τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg …
3τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg …
4τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… …
5τρόχιλος — ο, Ν βλ. τροχίλος …
6Τροχίλε — Τροχίλος Egyptian plover masc voc sg …
7τροχίλε — τροχίλος Egyptian plover masc voc sg …
8Τροχίλοι — Τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl …
9τροχίλοι — τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl …
10Τροχίλοις — Τροχίλος Egyptian plover masc dat pl …