τροφ-ῐμαῖος

  • 1τριωβολιμαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει αξία τριών οβολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριώβολον + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αιος), πρβλ. τροφ ιμαῖος] …

    Dictionary of Greek