τροπωτηρ
1τροπωτήρ — masc nom sg …
2τροπωτῆρα — τροπωτήρ masc acc sg …
3τροπωτῆρας — τροπωτήρ masc acc pl …
4τροπωτῆρες — τροπωτήρ masc nom/voc pl …
5τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg …
6τροπωτῆρος — τροπωτήρ masc gen sg …
7τροπωτῆρσι — τροπωτήρ masc dat pl …
8τροπωτῆρσιν — τροπωτήρ masc dat pl …
9τροπωτήρων — τροπωτήρ masc gen pl …
10κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] …
Страницы
- 1
- 2