τροπιδεῖον
1τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] …
2τροπιδεῖα — τροπιδεῖον the keel neut nom/voc/acc pl …
1τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] …
2τροπιδεῖα — τροπιδεῖον the keel neut nom/voc/acc pl …