τροπαῖος
1τροπαῖος — of a turning masc nom sg …
2τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… …
3τροπαῖον — τροπαῖος of a turning masc acc sg τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc sg …
4τροπαῖα — τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc pl …
5τροπαῖε — τροπαῖος of a turning masc voc sg …
6τροπαῖοι — τροπαῖος of a turning masc nom/voc pl …
7ποτιτρόπαιος — ον, Α (δωρ. τ.) προστρόπαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τρόπαιος (< τροπή < τροπή), πρβλ. απο τρόπαιος, προσ τρόπαιος) …
8τροπαῖ' — τροπαῖαι , τροπαία an alternating wind fem nom/voc pl τροπαῖα , τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc pl τροπαῖε , τροπαῖος of a turning masc voc sg τροπαῖαι , τροπαῖος of a turning fem nom/voc pl …
9τροπαία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και το Μελιδόνι (; κάτ.). Άποψη του ορεινού οικισμού Τρόπαια στην Αρκαδία. * * * ἡ, Α βλ. τροπαῑος …
10τροπαία — τροπαίᾱ , τροπαία an alternating wind fem nom/voc/acc dual τροπαίᾱ , τροπαία an alternating wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροπαί̱ᾱ , τροπαῖος of a turning fem nom/voc/acc dual τροπαί̱ᾱ , τροπαῖος of a turning fem nom/voc sg (attic… …